των ανθρώπων και ο τρόπος παραγωγής πολλών προϊόντων αλλάζουν , πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται ή αντικαθιστούνται από άλλα που έχουν να κάνουν με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Μερικά από αυτά είναι:
Ο αμαξάς
Ο αμαξάς παλιά ήταν ο σημερινός ταξιτζής.
Τον αμαξά τον συναντούσε κανείς στις πιάτσες των μεγάλων πόλεων, στα λιμάνια, στους σταθμούς των τρένων και αλλού. Εκεί περίμενε τους πελάτες για να τους μεταφέρει στον προορισμό τους μαζί με τα πράγματά τους.
Στο χέρι κρατούσε το καμουτσίκι, και στο κεφάλι φορούσε μια τραγιάσκα, για να προστατεύεται από τον ήλιο.
Δίπλα του είχε πάντα ένα κουδουνάκι, που το χτυπούσε κατά τη διαδρομή, για να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης
Ήταν επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί.
Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του.
Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
Ο αμαξάς
Ο αμαξάς παλιά ήταν ο σημερινός ταξιτζής.
Τον αμαξά τον συναντούσε κανείς στις πιάτσες των μεγάλων πόλεων, στα λιμάνια, στους σταθμούς των τρένων και αλλού. Εκεί περίμενε τους πελάτες για να τους μεταφέρει στον προορισμό τους μαζί με τα πράγματά τους.
Στο χέρι κρατούσε το καμουτσίκι, και στο κεφάλι φορούσε μια τραγιάσκα, για να προστατεύεται από τον ήλιο.
Δίπλα του είχε πάντα ένα κουδουνάκι, που το χτυπούσε κατά τη διαδρομή, για να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης
Ήταν επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί.
Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του.
Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
Ο παγωτατζής
Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αρκετά χρήματα για να
έχουν ψυγείο στο σπίτι τους. Ούτε και οι μαγαζάτορες μπορούσαν εύκολα να
αγοράσουν ένα ψυγείο για το μαγαζί τους.
Έτσι τα παιδιά μπορούσαν να πάρουν
παγωτό μόνο από τον παγωτατζή.
Κάθε πρωί ο παγωτατζής αγόραζε μεγάλες κολόνες
πάγου. Τις έβαζε μέσα στο καρότσι με το παγωτό που είχε φτιάξει και γύριζε τις
συνοικίες καλώντας τα παιδιά να αγοράσουν παγωτό.
Το αμαξάκι για τον παγωτατζή
ήταν ένας πιστός φίλος. Το έβαφε, το ζωγράφιζε με όμορφα σχέδια και του μιλούσε
με αγάπη στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη εννοούμε τον τεχνίτη που
επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα
έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή.
Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο
πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατέλειωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του.
Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των
πελατών του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια.
Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσει των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια.
Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσει των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα.
Η κατασκευή των παπουτσιών ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να τα κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι εκεί μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Η υφάντρα
Στα παλιά χρόνια οι γυναίκες ασχολούνταν με το ράψιμο, το
κέντημα και την ύφανση.
Και μάθαιναν τον αργαλειό, δηλαδή την ύφανση, από τις λεγόμενες «μαΐστρες».
Και μάθαιναν τον αργαλειό, δηλαδή την ύφανση, από τις λεγόμενες «μαΐστρες».
Οι κόρες ετοίμαζαν με τα ίδια τους τα χέρια σχεδόν όλα τα προικιά τους. Οι αρχοντοπούλες ύφαιναν κυρίως μεταξωτά και για να πατούν χωρίς να πονούν στο ποδαρικό του αργαλειού, συνήθιζαν να φορούν τα λεγόμενα «τερλέζια», που ήταν είδος παντόφλας με ελεύθερη τη φτέρνα.
« Δικός μου είναι ο αργαλειός, δικό μου και το χτένι, δική μου και η πέρδικα που κάθεται και φαίνει».
Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής ονομάζεται ο τεχνίτης που
επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι).
Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως
πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων
οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ.
Παλιά ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα.
Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή ...
«Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές ...
Ο λούστρος
Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους,
τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα.
Τότε ο λουστραδόρος μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή μιας πλατείας ή μπροστά από ένα καφενείο, και περίμενε υπομονετικά.
Τότε ο λουστραδόρος μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή μιας πλατείας ή μπροστά από ένα καφενείο, και περίμενε υπομονετικά.
Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι.
Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο.
Ο αρκουδιάρης
Τα παλιά χρόνια στα χωριά και όχι μόνο, τριγυρνούσε ένας
τύπος που τον φώναζαν «αρκουδιάρη», έσερνε με αλυσίδα μια αρκούδα που είχε
περασμένο από την μύτη έναν κρίκο και βάραγε ένα ντέφι.
Το ταλαίπωρο ζώο στο
άκουσμα του ήχου σηκωνότανε στα δυο πόδια και έτρεμε δίνοντας την εντύπωσε ότι
χόρευε.
Το κοινό γεμάτο θαυμασμό χειροκροτούσε και έριχνε τον οβολό
του για να βγάλει το μεροκάματο και ο αρκουδιάρης.
Ο βαρελάς
Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων
και σκαφοειδών σκευών, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, σκευών που απαιτούσαν
ιδιαίτερη τεχνική και ειδικά εργαλεία για καμπύλες επιφάνειες.
Το βαρέλι κατασκευαζόταν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Οι
αποθήκες των σπιτιών τα παλιά χρόνια ήταν γεμάτες με βαρέλια διάφορων μεγεθών.
Κάθε βαρέλι περιείχε και από ένα είδος.
Κρασί, λάδι, τσίπουρο, τυρί, τουρσί,
όσπρια κ.ά.
Πριν χρησιμοποιήσουν το βαρέλι, το ξεσκόνιζαν, το έπλεναν
και έπειτα το απολύμαιναν καίγοντας θειάφι.
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας.
Φόρτωνε τα γκιούμια με το φρέσκο γάλα στο γαϊδουράκι του και ξεκινούσε
πρωί-πρωί απ' το χωριό του για την πόλη.
Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα.
πηγή: http://users.sch.gr/athanasiadi/thrakiki/epagelmata.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σου θα εμφανιστεί μόλις εγκριθεί