Μια φορά ένας λέλεκας ήθελε να κάνει στην αλεπού
τραπέζι. Πήρε λοιπόν έναν κουτρούλα γάλα , τον έβαλε πάνω σε μια πέτρα
κι έβαζε μέσα τη μύτη του κι έπινε το γάλα. Σαν έβγαζε τη μύτη του όξω
για να πάρει την ανάσα του ,έσταζε λιγάκι γάλα, το έγλειφε η αλεπού.
Σαν ήπιε ο λέλεκας καλά -καλά το γάλα , είπε στην αλεπού :
-Ήπιες δα , συντέκνισσα, γάλα; Χόρτασες;
-Ήπια , λέει, χόρτασα! Και σε έχω κι εγώ καλεσμένον αύριο να σε φιλέψω.
Έκαναν
δα το λόγο τους, ανταμώθηκαν πρωί πρωί σε μια ράχη. Η αλεπού έφερε κι
αυτή έναν κουτρούλα γάλα. Πάει σε μια πλάκα μεγάλη, έπειτα τον χτυπά
απάνω, έσπασε , χύθηκε το γάλα πάνω στην πλάκα. Έπιασε η αλεπού το
έγλειφε, χτύπαε ο λέλεκας τη μύτη του πάνω στην πλάκα αδιαφόρετα.
Ρώτησε δα ύστερα κι η αλεπού :
- Ε, σύντεκνε, λέει , ήπιες δα γάλα; Χόρτασες;
-Άμα συντέκνισσα, το έκανες, α !
Τότες η αλεπού του είπε :
-Κατά πού μου πούλησες, σύντεκνε, αγόρασες !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σου θα εμφανιστεί μόλις εγκριθεί