Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα,
έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου.
Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού.
Ο Οδυσσέας τότε τα λόγια του Τειρεσία και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ αυτό το νησί .
Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν.
Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί.
Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν.
Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά.
Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί.
Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν.
Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά.
Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα.
Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε.
Πνίγηκαν όλοι.
Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε.
Πιασµένος από ένα ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα µερόνυχτα.
Τέλος, τα κύµατα τον έβγαλαν στο νησί της νύµφης Καλυψώς.
Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε.
Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει.
Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, τον ∆ία, να τον βοηθήσει.
Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.
Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος.
Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη.
Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί.
Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα.
Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα.
Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.
Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά.
Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.
Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές.
Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι.
Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου.
Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία.
Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του.
Όλη τη νύχτα ταξίδευαν.
Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη.
Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά.
Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά.
Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.
Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές.
Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι.
Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου.
Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία.
Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του.
Όλη τη νύχτα ταξίδευαν.
Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη.
Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά.
Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
Ερωτήσεις:
1. Τι συνέβη στο νησί του θεού Ήλιου;
2. Τι συνέβη στο νησί της Καλυψώς και πόσο καιρό έμεινε εκεί ο Οδυσσέας;
3. Πώς έφυγε ο Οδυσσέας από το νησί της Καλυψώς και τι συνέβη όταν κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη;
4. Ποια νεράιδα βοήθησε τον Οδυσσέα και με ποιον τρόπο;
5. Ποια βρήκε τον Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και πού τον πήγε;
6. Ποιος ήταν ο μουσικός του παλατιού του Αλκίνοου και τι τραγούδησε με τη λύρα του;
7. Με ποιον τρόπο βοήθησαν οι Φαίακες τον Οδυσσέα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σου θα εμφανιστεί μόλις εγκριθεί