Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

3. Στον Άδη, στις Σειρήνες, στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη



Το καράβι του Οδυσσέα ταξίδεψε ως το τέρµα του ωκεανού




που βρισκόταν η είσοδος του Άδη.











 Ο Οδυσσέας μπήκε στον Άδη, έσκαψε λάκκο, έσφαξε µέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαµένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και µέλι.










Τότε µαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω.
Ο Οδυσσέας είδε τον Αχιλλέα, τον Αγαµέµνονα κι άλλους πολλούς από αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία.
















Από µακριά είδε και τον Σίσυφο, που αγωνιζόταν ν’ ανεβάσει έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού.



















Μετά από λίγο έφτασε κι ο µάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη.
Ο µάντης τού είπε:

«Ο Ποσειδώνας σε µισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφηµο, τον γιο του. Όµως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε µια µέρα στην Ιθάκη».


















Φεύγοντας απ’ τον Άδη, ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί των Σειρήνων.











Αυτές µάγευαν τους ναυτικούς µε το γλυκό τραγούδι τους κι όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν.











Ο Οδυσσέας όµως, όπως τον είχε συµβουλέψει η Κίρκη, βούλωσε µε κερί των συντρόφων του τ’ αυτιά, για να µην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε τον ίδιο να τον δέσουν σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού του.








Πλησιάζοντας τις Σειρήνες µαγεύτηκε απ’ το γλυκό τραγούδι τους και παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν.
Μα εκείνοι τον έδεναν σφιχτότερα, ώσπου αποµακρύνθηκαν και δεν ακουγόταν πια το τραγούδι των Σειρήνων.


















Πλησίασαν µετά το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης.




















Από το ένα µέρος του στενού η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας κι έπνιγε τα καράβια. Δεν την πλησίασαν και γλίτωσαν.




Από το άλλο µέρος όµως η Σκύλλα, κουλουριασµένη στη σπηλιά της, τέντωσε τα έξι φοβερά κεφάλια της, άρπαξε έξι συντρόφους και τους έφαγε.















Πέρασαν κλαίγοντας από το φοβερό στενό και βρέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα.









πρόσθετες πληροφορίες...

Ο Σίσυφος

Ο Σίσυφος, ο πιο πονηρός κι αδίστακτος απ’ όλους τους ανθρώπους, κάποτε κορόιδεψε ακόµα και τον ∆ία. Εκείνος τότε έστειλε τον Θάνατο και τον πήρε. Όταν όµως κατέβηκε στον Άδη, ζήτησε από την Περσεφόνη να τον αφήσει να γυρίσει για λίγο στην πατρίδα του, την Κόρινθο, να τιµωρήσει τη γυναίκα του, που δεν του έκανε νεκρικές τιµές και να ξαναγυρίσει στον Άδη.
Η Περσεφόνη τον άφησε. Εκείνος όµως δεν ξαναγύρισε στον Άδη, παρά µόνο όταν γέρασε και πέθανε για τα καλά.




Όµως ο ∆ίας ήταν πολύ θυµωµένος µαζί του. Τον καταδίκασε λοιπόν να προσπαθεί συνεχώς να ανεβάσει στην κορυφή ενός βουνού έναν τεράστιο βράχο.
Όταν όµως έφτανε στην κορυφή, κατρακυλούσε ο βράχος πάλι ως κάτω.
Ο Σίσυφος τον ανέβαζε ξανά κι ο βράχος κατρακυλούσε πάλι κι όλο αυτό γινόταν.
Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάµι από πάνω του, τον τύλιγε η σκόνη και το µαρτύριό του ήταν ατελείωτο.



 Έτσι τον βρήκε να τυραννιέται, όταν κατέβηκε στον Άδη ο Οδυσσέας.

Όµηρος, Οδύσσεια λ 593-560 (διασκευή).



Ερωτήσεις:

1. Πού βρισκόταν η είσοδος του Άδη;
2. Τι έκανε ο Οδυσσέας με το που μπήκε στον Άδη και ποιοι μαζεύτηκαν γύρω του;
3. Τι είπε ο μάντης Τειρεσίας στον Οδυσσέα όταν τον ρώτησε πώς θα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη;
4. Ποιες ήταν οι Σειρήνες και τι συνέβη στο νησί τους;
5. Ποιες ήταν η Σκύλλα και η Χάρυβδη και τι συνέβη όταν ο Οδυσσέας πέρασε από το στενό τους;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιό σου θα εμφανιστεί μόλις εγκριθεί