Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι µνηστήρες στο παλάτι.
Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.
Τότε η Αθηνά έβαλε στον νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή.
Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε: «Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου».
Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή.
Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει.
Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή.
Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών.
Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν.
Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν.
Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο.
Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε.
Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά.
Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, τον γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του.
Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε τον γιο του να γυρίσει.
Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
Οι συγγενείς όµως των µνηστήρων πήγαν οπλισµένοι στο παλάτι να βρουν τον Οδυσσέα κι αφού δεν τον βρήκαν εκεί, πήγαν στο κτήµα του Λαέρτη.
Πήραν τότε ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος τα όπλα τους κι ετοιµάστηκαν για µάχη.
Ήρθε όµως η Αθηνά απ’ τον Όλυµπο, στάθηκε ανάµεσά τους και τους είπε:
«Σταµατήστε τον πόλεµο και γίνετε όλοι φίλοι».
Τότε όλοι άφησαν τα όπλα τους κι ορκίστηκαν πίστη στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας έζησε από τότε ευτυχισµένος και βασίλεψε πολλά χρόνια στην αγαπηµένη του πατρίδα, την Ιθάκη.
Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει.
Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή.
Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών.
Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν.
Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν.
Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο.
Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε.
Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά.
Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, τον γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του.
Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε τον γιο του να γυρίσει.
Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
Οι συγγενείς όµως των µνηστήρων πήγαν οπλισµένοι στο παλάτι να βρουν τον Οδυσσέα κι αφού δεν τον βρήκαν εκεί, πήγαν στο κτήµα του Λαέρτη.
Πήραν τότε ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος τα όπλα τους κι ετοιµάστηκαν για µάχη.
Ήρθε όµως η Αθηνά απ’ τον Όλυµπο, στάθηκε ανάµεσά τους και τους είπε:
«Σταµατήστε τον πόλεµο και γίνετε όλοι φίλοι».
Τότε όλοι άφησαν τα όπλα τους κι ορκίστηκαν πίστη στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας έζησε από τότε ευτυχισµένος και βασίλεψε πολλά χρόνια στην αγαπηµένη του πατρίδα, την Ιθάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σου θα εμφανιστεί μόλις εγκριθεί