Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

1. Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες



 

Αφού έπεσε η Τροία και τέλειωσε ο δεκάχρονος Τρωικός πόλεµος, 
ξεκίνησαν τα πλοία των Αχαιών, για να γυρίσουν στην πατρίδα. 








Όµως οι θεοί του Ολύµπου ήτανε θυµωµένοι, γιατί µέσα στην Τροία οι Αχαιοί έκαψαν τους ναούς τους.
Γι’ αυτό τους έστειλαν ανέµους δυνατούς κι άγρια θαλασσοταραχή, για να δυσκολέψουν το ταξίδι τους. 
Όλοι όµως γύρισαν γρήγορα στα σπίτια τους. 





Μόνο ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος βασιλιάς απ’ την Ιθάκη, περιπλανήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια σε θάλασσες και σε χώρες µακρινές και πέρασε πολλές ταλαιπωρίες, ώσπου να φτάσει στην Ιθάκη, την πατρίδα του.












Ο Οδυσσέας έφυγε από την Τροία µε δώδεκα καράβια .
Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων.








Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε.








Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη.
Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.














Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα.
Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική.
Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων.






Βγήκαν στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα.
 Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα!









Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί.
 Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει.
Τους πήρε µε το ζόρι κι αµέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν.














Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων.


















Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.
Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω.











Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. 
Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια.
Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης.








Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν.
Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο.
Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα.
 Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ έναν τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.













Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια:
«Ποιοι είστε εσείς»;
«Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας.
















Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. 
Μετά έπεσε για ύπνο.
Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε.
















Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.
Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους.









Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο.
 «Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε.
«Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος.
«Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.







Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου.
Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ’ τη σπηλιά
«Τι έπαθες, Πολύφηµε ;», ρωτούσαν.
 «Με τύφλωσε ο Κανένας».
 «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.













Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει.
Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του.












Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν, και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.






Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.
«Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη».
Ο  Κύκλωπας άρπαξε τότε έναν τεράστιο βράχο  και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε.






Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε:
 «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφορές».







Ερωτήσεις:

1. Με πόσα καράβια ξεκίνησε ο Οδυσσέας από την Τροία και τι συνέβη σε αυτά μόλις ξανοίχτηκαν στο Αιγαίο πέλαγος;
2. Τι συνέβη στην χώρα των Κικόνων;
3. Για πού ταξίδεψαν αφού έφυγαν από τη χώρα των Κικόνων και πού έφτασαν τελικά;
4. Τι συνέβη στη χώρα των Λωτοφάγων;
5. Πόσα καράβια και πόσοι σύντροφοι μαζί με τον Οδυσσέα πλησίασαν το νησί των Κυκλώπων;
6. Σε ποιανού τη σπηλιά μπήκαν και τι έκαναν εκεί;
7. Τι συνέβη όταν γύρισε ο Πολύφημος;
8. Πώς κατάφερε ο Οδυσσέας να ξεγελάσει τον Πολύφημο;
9. Τι φώναξε ο Οδυσσέας καθώς απομακρυνόταν από το νησί των Κυκλώπων και πώς αντέδρασε ο Πολύφημος;
10. Τι παρακάλεσε ο Πολύφημος τον πατέρα του, τον Ποσειδώνα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιό σου θα εμφανιστεί μόλις εγκριθεί